- αεροσυμπιεστήρας
- ο (Μηχανολ.)μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συμπίεση διαφόρων αερίων, κυρίως όμως για την παροχή πεπιεσμένου αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροενισχυτής — ο τεχνολ. αεροσυμπιεστήρας χωρίς κινητήρια μηχανή. Οι αεροενισχυτές χρησιμοποιούνται συνήθως σε αεριοστροβίλους με περισσότερες από μία βαθμίδες συμπιέσεως, όπου ο αέρας, πριν αναμιχθεί με το αέριο καύσιμο, συμπιέζεται, «ενισχύεται» … Dictionary of Greek
συμπιεστήρας — ο, Ν 1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας 2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας» τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς τού ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τούς συμπιέζει και τούς οδηγεί στο ψυγείο, όπου και… … Dictionary of Greek